αλαμπάδιαστος

αλαμπάδιαστος
η , ο
1) не полыхающий, не пылающий; 2) поспешный; тайный,(о браке); 3) бедный (о похоронах)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αλαμπάδιαστος" в других словарях:

  • αλαμπάδιαστος — η, ο 1. αυτός που δε βγάζει φλόγα: Η φωτιά έκαιγε αλαμπάδιαστη. 2. αυτός που γίνεται χωρίς λαμπάδες: Έγινε χαμός, αλλά χαμός αλαμπάδιαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαμπάδιαστος — και αλαμπάδιστος, η, ο [λαμπαδιάζω] 1. αυτός που τελείται χωρίς λαμπάδες 2. αυτός που δεν λαμπαδιάζει, που δεν αναδίδει φλόγες …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»